- πρόδικος
- (5ος αι. π.X.). Έλληνας φιλόσοφος που γεννήθηκε στην Κέα. Είναι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της σοφιστικής κίνησης. Περιόδευσε πολύ καιρό όλη την Ελλάδα σημειώνοντας μεγάλη επιτυχία ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου πήγε ως πρεσβευτής, και στη Σπάρτη.
Το πιο ονομαστό έργο του έφερε τον τίτλο Ώραι, στο οποίο ασφαλώς περιλαμβανόταν ο περίφημος μύθος του Ηρακλή στο σταυροδρόμι, που διασώθηκε στην παράφραση του Ξενοφώντα: η Αρετή και η Κακία παρουσιάζονται μεταμφιεσμένες στον Ηρακλή και του περιγράφουν η καθεμιά τα πλεονεκτήματά της και τον καλούν να τις ακολουθήσει. Ο Ηρακλής αποφασίζει να προτιμήσει την Αρετή και αυτό συνέβαλε σημαντικά στην εξιδανίκευση από τους Κυνικούς της θεάς αυτής.
Για τον Π. ξέρουμε επίσης ότι εξηγούσε τη λαϊκή θρησκεία με βάση την αντίληψη ότι πρώτα θεοποιήθηκαν τα πράγματα που ήταν χρήσιμα στον άνθρωπο και ύστερα εκείνοι που τα ανακάλυψαν. Η φήμη όμως του Π. οφείλεται κυρίως στη συνωνυμική θεωρία του ή θεωρία για την ακριβή σημασία των ονομάτων: η θεωρία αυτή συνίσταται ουσιαστικά στην ανάλυση από την άποψη της σημαντικής των συνώνυμων όρων και στον καθορισμό της ακριβούς μονοσήμαντης έννοιάς τους. Από αυτό αποδεικνύεται η ανακρίβεια της γνώμης των αρχαίων, που τη δέχονται και πολλοί νεότεροι, ότι ο Π. ήταν δάσκαλος του Σωκράτη. Πραγματικά, εκείνο που ενδιαφέρει τον Σωκράτη δεν είναι τόσο η σημασία των όρων, όσο το τι θέλει να πει εκείνος που μιλά όταν χρησιμοποιεί έναν όρο.
Από την άποψη αυτή ο Π. μπορεί επομένως να θεωρηθεί μάλλον ως πρόδρομος της νεότερης αναλυτικής φιλοσοφίας της γλώσσας.
* * *-ον, Α1. αυτός που έχει το προνόμιο ή το δικαίωμα τής προδικίας («δίκαι πρόδικαι», επιγρ.)2. αυτός που έχει το δικαίωμα να δικάσει, να κρίνει πρώτος («πρόδικος πόλις», επιγρ.)3. αυτός που αποφασίζεται με διαιτησία («ἐθέλω δίκην δοῡναι πρόδικον», Αριστοφ.)4. το αρσ. ως ουσ. ὁ πρόδικοςα) υπερασπιστής, εκδικητής («φθονερὸν δ' ὑπ' ἄλγος ἕρπει προδίκοις Ἀτρείδαις», Αισχύλ.)β) εκπρόσωπος ενώπιον τής δικαιοσύνης, δικηγόροςγ) δημόσιος συνήγοροςδ) μτφ. προστάτης, υπέρμαχος, υποστηρικτής («τί ἀξιοῡσιν οἱ πρόδικοι τῆς ἐναργείας οὗτοι;», Πλούτ.)ε) (στη Σπάρτη) κηδεμόνας ανήλικου βασιλιά που φρόντιζε για την ανατροφή του μέχρι την ενηλικίωσή του.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].
Dictionary of Greek. 2013.